- προεξανίστημι
- και προεξανιστῶ, -άω, Α1. στήνω κάτι προηγουμένως όρθιο («τὰστήθη προεξανιστᾱν προπετῶς», Κλήμ. Αλ.)2. (για στράτευμα) κινούμαι πρώτος εναντίον τού εχθρού3. προλαβαίνω να σηκωθώ («εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ' ἀναλαβεῑν ἂν ἐδυνήθημεν», Δημοσθ.)4. (σε αγωνίσματα) σηκώνομαι, ξεκινώ προτού δοθεί το σύνθημα εκκίνησης5. στασιάζω πρόωρα, ανεπίκαιρα6. φρ. «προεξανίσταμαι τῷ πολέμω» — αρχίζω πρώτος τον πόλεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐξανίστημι «σηκώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.